Η Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας με το ΕΛΙΑΜΕΠ – Πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης και την αρωγή του Ιδρύματος Konrad Adenauer – Γραφείο Ελλάδας και Κύπρου πραγματοποίησαν έρευνα κοινής γνώμης για τις ελληνο-αλβανικές σχέσεις τον Απρίλιο του 2024 (15-21 Απριλίου),
όπου συμμετείχαν 1165 άτομα ηλικίας 17 ετών και άνω. Η ίδια έρευνα είχε πραγματοποιηθεί και στο παρελθόν από τους δύο φορείς, συγκεκριμένα από 13 έως και 20 Δεκεμβρίου του 2019, δίνοντας την ευκαιρία σύγκρισης των αποτελεσμάτων σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Επιστημονικά υπεύθυνοι και των δύο ερευνών που υλοποιήθηκαν είναι ο Γιώργος Σιάκας, Επίκουρος Καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και Διευθυντής Ερευνών της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και ο Ιωάννης Αρμακόλας, Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και Κύριος Ερευνητής και Επικεφαλής του προγράμματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Αρχικά, όσον αφορά τον τομέα των διμερών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας το 2019, η έρευνα κατέγραψε ότι το 31,5% των Ελλήνων θεωρούσε τις διμερείς σχέσεις καλές, ενώ το 48% τις αξιολογούσε ως ουδέτερες και μόλις το 16% ως κακές. Μέχρι το 2024, παρατηρείται μια μικρή επιδείνωση, με το 23% να θεωρεί τις σχέσεις κακές, έναντι του 16% το 2019. Οι θετικές απόψεις μειώθηκαν, ενώ οι ουδέτερες απόψεις παραμένουν σταθερές στο 48%. Αυτό το αποτέλεσμα υποδηλώνει ότι, παρά τις προσπάθειες βελτίωσης των διμερών σχέσεων, τα πολιτικά ζητήματα εξακολουθούν να δημιουργούν εντάσεις. Ειδικότερα, η στασιμότητα ή και η μικρή επιβάρυνση στα διμερή θέματα αντικατοπτρίζουν τις συνεχιζόμενες προκλήσεις στην επίλυση διαφορών.
Στην συνέχεια αναλύοντας τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, το 2019, οι Έλληνες είχαν μικρότερες θετικές απόψεις για την αλβανική μετανάστευση και τη συμβολή των Αλβανών μεταναστών στην οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, η έρευνα του 2024 δείχνει σημαντική βελτίωση: το 77,5% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι οι Αλβανοί μετανάστες συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη, ποσοστό αυξημένο κατά 13% από το 2019. Επίσης, το 57% των Ελλήνων έχει θετική άποψη για τους Αλβανούς, έναντι 47,5% το 2019, με τις αρνητικές στάσεις να περιορίζονται στο 6,5%. Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι οι κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Η ενσωμάτωση των Αλβανών μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και η αναγνώριση της συμβολής τους στην οικονομία είναι παράγοντες που συμβάλλουν στη θετική αυτή αλλαγή.
Ένα πολυσυζητημένο θέμα είναι εκείνο των Τσάμηδων και των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία που παραμένουν σημαντικά θέματα στην ελληνική κοινή γνώμη. Το 2019, το 68,5% των Ελλήνων θεωρούσε το ζήτημα των Τσάμηδων ως σημαντικό εμπόδιο στις διμερείς σχέσεις, ποσοστό που μειώθηκε στο 55% το 2024. Επίσης, η πλειονότητα των ερωτηθέντων το 2019 (78%) θεωρούσε ότι η αλβανική κυβέρνηση δεν σεβόταν τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας. Το 2024, το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 70%. Ένα επίσης σημαντικό ζήτημα, είναι εκείνο της υπόθεσης Μπελέρη, όπου εκφράζονται ιδιαίτερα αρνητικές απόψεις από την ελληνική πλευρά. Σχεδόν οι μισοί ερωτηθέντες (47%) απάντησαν πως ήταν πολύ ή αρκετά ενημερωμένοι γι’αυτό το θέμα και ένα 50% δήλωσε πως η κάλυψη για το ζήτημα ήταν μικρή ή μηδενική.
Τέλος, ιδιαίτερα θετική αντίδραση υπάρχει ως προς την Ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας, με το 47,5% να είναι υπέρ της ένταξης της Αλβανίας στην ΕΕ. Ταυτόχρονα το 55,5% θα επιθυμούσε η Αλβανία να ενταχθεί στην ΕΕ μέσα στην επόμενη δεκαετία. Συνολικά, η έρευνα αποκαλύπτει διχασμένες απόψεις αλλά και πιο θετικές στάσεις από τους νέους, τους μορφωμένους και τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους.
Συνοψίζοντας αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν την πολύπλευρη και συχνά αντιφατική φύση των ελληνο-αλβανικών σχέσεων όπως τις αντιλαμβάνονται οι Έλληνες πολίτες. Αν και υπάρχουν ανησυχίες και αρνητικές αντιλήψεις σε πολιτικά θέματα, οι κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις φαίνεται να βελτιώνονται σημαντικά.
Τα ευρήματα της έρευνας συζητήθηκαν και σε συνέντευξη του Διευθυντή Ερευνών, Επίκουρου Καθηγητή Γεώργιου Σιάκα, την οποία μπορείτε να βρείτε εδω, ενώ την αναφορά ολόκληρη εδω.