Η έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα 03-06.04.2013 με τηλεφωνικές συνεντεύξεις και χρήση δομημένου ερωτηματολογίου σε δείγμα 800 ατόμων στο νομό Αττικής και στο πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης. Χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της απλής τυχαίας δειγματοληψίας με ποσοστώσεις ως προς την περιοχή κατοικίας. Συγκεκριμένα, επιλέχθηκε το ήμισυ το δείγματος από το νομό Αττικής και το έτερο ήμισυ από το πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης. Τα δεδομένα της έρευνας δεν έχουν σταθμιστεί, καθώς βασικό τμήμα του ερωτηματολογίου αφορούσε επιλογές και προτιμήσεις των ιδιοκτητών κατοικιών και διαμερισμάτων, για το προφίλ των οποίων δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τη στάθμιση. Το μέγιστο σφάλμα εκτίμησης είναι ±4.0%, με σαφώς χαμηλότερα διαστήματα σφάλματος για τις περιπτώσεις αναλογιών με μικρότερη διακύμανση.
Η έρευνα στόχευε στην καταγραφή των στάσεων σε ζητήματα περιβάλλοντος στην Ελλάδα, καταγραφή που δεν έχει υλοποιηθεί μετά το 2009 στη χώρα. Η σημασία μιας τέτοιας καταγραφής εντείνεται στην τρέχουσα συγκυρία της αυξανόμενης υιοθέτησης μη φιλικών προς το περιβάλλον συμπεριφορών, όπως η καύση ακατάλληλων υλικών στα οικιακά τζάκια, τάση η οποία επιχειρήθηκε να μετρηθεί με ακρίβεια στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας.
Η έρευνα κατέγραψε την έκταση της φημολογούμενης αλλαγής χρήσης μέσων θέρμανσης στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2012-2013. Η έρευνα κατέγραψε το σημαντικό περιορισμό της κατανάλωσης πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και τη μικρή αύξηση στη χρήση της ξυλείας ως μέσου θέρμανσης. Η τελευταία δεν κρίνεται ως ιδιαιτέρως σημαντική ή τουλάχιστον ως αντίστοιχη του βάρους με το οποίο παρουσιάστηκε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2012-2013. Σχετικά με τη χρήση του ρεύματος, καταγράφηκαν δύο κατευθύνσεις μεταβολής. Ένα τμήμα του πληθυσμού προχώρησε στην αύξηση της χρήσης ηλεκτρικών σωμάτων και air-conditions, προφανώς αντικαθιστώντας ακριβότερα μέσα θέρμανσης όπως το πετρέλαιο, ενώ ένα άλλο τμήμα του πληθυσμού προχώρησε στη μείωση της κατανάλωσης ρεύματος στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας μείωσης των συνολικών δαπανών θέρμανσης. Στην πρώτη κατηγορία εντοπίζονται νοικοκυριά, κυρίως στην Αττική, που ουσιαστικά αντικατέστησαν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο εξ ολοκλήρου με το ρεύμα. Στη δεύτερη, εντοπίζονται νοικοκυριά που δε μηδένισαν την κατανάλωση πετρελαίου ή φυσικού αερίου, αλλά προχώρησαν σε μια γενικότερη μείωση των δαπανών θέρμανσης, μεταξύ των οποίων και τις δαπάνες ρεύματος.
Η έρευνα επιχείρησε επίσης να καταγράψει τις στάσεις της ελληνικής κοινής γνώμης έναντι περιβαλλοντικών ζητημάτων. Αποτυπώθηκαν αυξημένα ποσοστά πληθυσμού που υιοθετεί περιβαλλοντικά φιλικές πρακτικές, όπως η ανακύκλωση χαρτιού και η αγορά προϊόντων φιλικών προς το περιβάλλον, ποσοστά που είναι απολύτως συγκρινόμενα με εκείνα που ενεργούσαν κατά αυτόν τον τρόπο και την περίοδο προ του 2010 και την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Τα ποσοστά καλής ενημέρωσης (άνω του 50%) για την κλιματική αλλαγή και την αιθαλομίχλη κρίνονται επίσης ως υψηλά και συγκρίσιμα με εκείνα της προ του 2010 περιόδου. Ειδικά για το ζήτημα της αιθαλομίχλης, το εύρημα αυτό αποδεικνύει ότι το θέμα που ανέκυψε στη δημόσια συζήτηση το χειμώνα 2012-2013 έχει λάβει καθαρά θέση στην ατζέντα των περιβαλλοντικών ζητημάτων της κοινής γνώμης. Τις θετικές έναντι του περιβάλλοντος θέσεις και τις περιβαλλοντικά φιλικές πρακτικές διατηρούν συχνότερα άτομα υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου και οικονομικής ασφάλειας, εύρημα το οποίο ευθυγραμμίζεται με τις εμπειρικές διαπιστώσεις της διεθνούς βιβλιογραφίας. Τα άτομα αυτά τείνουν να λαμβάνουν περισσότερο μετριοπαθείς θέσεις στο κεντρικό δίλημμα προστασίας του περιβάλλοντος έναντι οικονομικής ανάπτυξης, σε αντίθεση με τα λιγότερο μορφωμένα και τα οικονομικά ανασφαλέστερα τμήματα του πληθυσμού που επιλέγουν συχνότερα τις ακραίες στάσεις είτε υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος, είτε υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης στο σχετικό δίλημμα. Τα συγκεκριμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά, αλλά και οι φιλικές προς το περιβάλλον θέσεις που συνδέονται μαζί τους, πάντως δε βρέθηκαν να σχετίζονται με τις επιλογές μέσων θέρμανσης κατά το χειμώνα 2012-2013.